- λεβητάριο(ν)
- το (AM λεβητάριον) [λέβης]εκκλ. μετάλλινο εκκλησιαστικό σκεύος με σχήμα μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για θέρμανση νερού και έκχυση του στο ιερό ποτήριο λίγο πριν από τη θεία κοινωνία, αλλ. ζέοναρχ.υποκορ. τού λέβης, καζανάκι, μικρό δοχείο.
Dictionary of Greek. 2013.